- εντερορραγία
- ηαιμορραγία των εντέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντερορραγία — η (ιατρ.), αιμορραγία που οφείλεται σε εντερορρηξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)